ρωτοπιάνω

ρωτοπιάνω
Ν
1. πιάνω κάτι για πρώτη φορά
2. πιάνω κάτι πρώτος
3. μτφ. αρχίζω κάτι για πρώτη φορά («σήμερα πρωτόπιασα το διάβασμα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”